- μηχανορράφος
- οο σκευωρός, ο δολοπλόκος: Την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης κατέστρεψαν οι μηχανορράφοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μηχανορράφος — forming crafty plans masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφος — ο (ΑΜ μηχανορράφος, ον) (ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που εφευρίσκει δόλια μέσα, ραδιούργος, δολοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιο ρράφος, νευρο ρράφος] … Dictionary of Greek
μηχανορράφον — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem acc sg μηχανορράφος forming crafty plans neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφε — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφοι — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφοις — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφῳ — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορραφώ — (Α μηχανορραφῶ, έω) [μηχανορράφος] εφευρίσκω δόλια και απατηλά μέσα για να επιτύχω ατομικό όφελος, είμαι μηχανορράφος, σχεδιάζω πανουργίες, ραδιουργώ, δολοπλοκώ, βυσσοδομώ, σκευωρώ … Dictionary of Greek
αργαλειός — Το όργανο με το οποίο υφαίνουν, ο υφαντικός ιστός ή ανυφανταριό, ανυφαντήρι, αργαστήρι και γούβα. Λέγεται και εργαλειός και αργαλειοεργαλειό. Ο α. είναι γνωστός από τα πανάρχαια χρόνια (Όμηρος). Υπάρχουν τρία βασικά είδη α., ο πανήσιος, που είναι … Dictionary of Greek
αρχιμηχανητής — ἀρχιμηχανητής, ο (Μ) ο πρώτος μηχανορράφος, δηλαδή ο παμπόνηρος, ο πανουργότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηχανητής < μηχανώμαι] … Dictionary of Greek